ελληνική (γλώσσα):
○ culture
・ουσ. πνευματική καλλιέργεια, κουλτούρα:
- he's a man of culture είναι πνευματικά καλλιεργημένος
# πνευματικές κατακτήσεις, "πνεύμα":
- Europe owes much to Greek culture η Ευρώπη οφείλει πολλά στο ελληνικό πνεύμα
# πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστική παράδοση, πολιτιστικά θέσμια:
- we shall discuss the culture of Orientals θα συζητήσουμε τις πολιτιστικές παραδόσεις των Ασιατών
# κατακτώ μενη ανάπτυξη, αγωγή:
- physical culture σωματική αγωγή
- § we mustn't neglect the culture of the mind δεν πρέπει να παραμελήσουμε την πνευματική αγωγή
# βελτιωτική ή αποδοτική καλλιέργεια ζώων ή φυτών:
- fish culture ιχθυοκαλλιέργεια
# βιολ. (το προερχόμενο από) καλλιέργεια ( βακίλλων κτλ.)
○ civilization / civilisation
・ουσ. εκπολίτιση, εξανθρωπισμός:
- the civilization / civilisation of those tribes is difficult η εκπολίτιση των φυλών αυτών είναι δύσκολη
# πολιτισμός:
- the Greek civilization / civilisation ο ελληνικός πολιτισμός
# πολιτιστικό επίπεδο, (επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η) πνευματική ή πολιτιστική καλλιέργεια:
- advanced civilization / civilisation προηγμένος πολιτισμός
# εξημέρωση των ηθών ή εξημερωμένα ήθη