○ culture・ουσ. πνευματική καλλιέργεια, κουλτούρα: he's a man of culture είναι πνευματικά καλλιεργημένος # πνευματικές κατακτήσεις, "πνεύμα": Europe owes much to Greek culture η Ευρώπη οφείλει πολλά στο ελληνικό πνεύμα # πολιτιστική κληρον…
引用をストックしました
引用するにはまずログインしてください
引用をストックできませんでした。再度お試しください
限定公開記事のため引用できません。